- γαλακτίτης
- ο (γαλακτίτης) [γάλα]είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχείνεοελλ.φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
galactita — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Arcilla jabonosa que se deshace en el agua, dándole el color de la leche. SINÓNIMO [galactites] greda * * * galactita o, no frec., galactites (del lat. «galactītes», del gr. «galaktítēs», de leche) f. *Greda. ≃… … Enciclopedia Universal
ασπράγκαθο — το και ασπραγκαθιά, η ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια (κίρσιον το αστερωτόν, γαλακτίτης ο τριχωτός, κενταύριον, σκόλυμος κ.λπ.) … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτίς — γαλακτίς, η (AM) [γάλα] το φυτό τιθύμαλλος, γαλατσίδα, φλόμος αρχ. «γαλακτὶς πέτρα» ο γαλακτίτης … Dictionary of Greek
συννεφίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. γαλακτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ονυχ ῖτις)] … Dictionary of Greek
galactita — (Del lat. galactītes, y este del gr. γαλακτίτης, lácteo). f. Arcilla jabonosa que se deshace en el agua, a la que da color de leche … Diccionario de la lengua española